μακρουλός

μακρουλός
η , ό длинный; длинный и узкий, продолговатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μακρουλός" в других словарях:

  • μακρουλός — ή, ό (Μ μακρουλός, ή, όν) μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς, κατά τα βαθ ουλός, παχ ουλός (< αρχ. επίθ. σε υλός, πρβλ. παχ υλός)] …   Dictionary of Greek

  • μακρουλός — ή, ό αρκετά μακρύς, επιμήκης: Το πρόσωπό της είναι μακρουλό και χλωμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένισχνος — ἔνισχνος, ον (Α) [ισχνός] κάπως ισχνός, λεπτός, μακρουλός …   Dictionary of Greek

  • βαβουλός — ή, ό 1. βαθύς λίγο πολύ, κάπως βαθύς 2. αυτός που έχει κάποιο κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + (καταλ. επίθημα) ουλός (πρβλ. μακρουλός, νερουλός, παχουλός, στρουμπουλός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • λαγαρώδης — λαγαρώδης, ῶδες (Α) [λαγαρός] ισχνός, μακρουλός …   Dictionary of Greek

  • μακρύς — ιά, ύ και μακριός, ά, ό (Μ μακρύς, ιά, ύ) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, επιμήκης, μακρουλός («μακρύ παντελόνι») 2. μεγάλος στο ύψος, υψηλός νεοελλ. 1. αυτός που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος («μακρύ ταξίδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… …   Dictionary of Greek

  • υπομήκης — ὑπόμηκες, ΜΑ αυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπι μήκης] …   Dictionary of Greek

  • αξόλοφο — (axolophum). Γένος φυτών της οικογένειας των κολοκυνθοειδών. Είναι πόες ετήσιες, συνήθως αναρριχητικές. Τα άνθη των φυτών αυτών είναι μόνοικα και ο ώριμος καρπός ξερός, μακρουλός ή κυλινδρικός και πολύσπερμος. Τα πιο γνωστά είδη είναι το α. το… …   Dictionary of Greek

  • βαλεριάνα — Γένος, το σημαντικότερο και πιο ενδιαφέρον, της οικογένειας των βαλεριανιδών, ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών, κυρίως των ευκράτων ή ψυχρών περιοχών της Ευρώπης και της βόρειας και δυτικής Ασίας. Άλλα γένη της ίδιας οικογένειας με φυτά αυτοφυή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»